- προπομπός
- ο / προπομπός, -όν, ΝΑνεοελλ.1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακήςαρχ.1. (ως επίθ) αυτός που συνοδεύει πομπή («συσκευάζου καὶ τὸν λόχον προπομπὸν ἄγε», Ξεν.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προπομπός(για τον Ερμή, τις Ερινύες, τις ιέρειες τής Αθηνάς και για εκείνους που μετείχαν σε νεκρώσιμη πομπή) φύλακας, υπερασπιστής3. φρ. «χοὰς προπομπός» — αυτός που μεταφέρει χοές σε πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πομπός (< πέμπω), πρβλ. παρα-πομπός].
Dictionary of Greek. 2013.